- διακολλώ
- διακολῶ (-άω) (Α)1. συγκολλώ, συνενώνω με κόλλα2. συντάσσω με τέχνη, συνταιριάζω με τέχνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακόλληση — η (Α διακόλλησις) [διακολλώ] συγκόλληση, κόλλημα … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek